κάθυγρον

κάθυγρον
κάθυγρος
very wet
masc/fem acc sg
κάθυγρος
very wet
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κάθυγρος — ή, ο (AM κάθυγρος, ον) ο εντελώς υγρός, ο διάβροχος, ο μουσκεμένος μσν. (για κλίμα) δροσερός λόγω υγρασίας («ἀέρα... τὸν εὔκρατον καὶ κάθυγρον», Βίος Αλέξ.) αρχ. 1. (για φυτά) αυτός που ευδοκιμεί σε υγρά μέρη 2. αυτός που έχει σχέση με το νερό ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”